χήρεψη

χήρεψη
η, Ν
χηρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρευσις (πρβλ. δούλεψη: δούλευσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χήρεψη — η χηρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηρεία — η 1. το να είναι κανείς χήρος, η κατάσταση του χήρου ή της χήρας, η χήρεψη: Είναι σε χηρεία. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις, το να χηρεύει κάτι ή το να παραμένει κενή κάποια θέση ή αξίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”